ἀνδρεῖος

ἀνδρεῖος
ἀνδρεῖος, εία, εῖον (s. ἀνήρ; Trag., Hdt. et al.; ins; PLips 119 II, 3; LXX; Jos., C. Ap. 2, 292; Test12Patr) pert. to being manly, manly, courageous subst. τὰ ἀνδρεῖα heroic deeds worthy of a brave person (Philo, Mut. Nom. 146) ἐπιτελεῖσθαι πολλὰ ἀ. do many heroic deeds, of famous women (sim. Aristot., Pol. 1277b, 22) 1 Cl 55:3.—DELG s.v. ἀνήρ B. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνδρεῖος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδρείος — α, ο (ΜΑ ἀνδρεῑος, εία, ον) γενναίος, θαρραλέος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανδρείο(ν) βοτ. ο ανδρώνας τού άνθους αρχ. 1. αυτός που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός 2. ισχυρογνώμων 3. (για πράγμ.) ισχυρός, ζωηρός, έντονος 4. το ουδ. ως ουσ. α) εν. η… …   Dictionary of Greek

  • ανδρείος — α, ο γενναίος, παλικάρι: Σ όλη του τη ζωή υπήρξε ανδρείος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνδρειότερον — ἀνδρεῖος of adverbial comp ἀνδρεῖος of masc acc comp sg ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνδρεῖος — ἀνδρεῖος , ἀνδρεῖος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρειοτάτων — ἀνδρεῖος of fem gen superl pl ἀνδρεῖος of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρειοτέρων — ἀνδρεῖος of fem gen comp pl ἀνδρεῖος of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρειοτέρως — ἀνδρεῖος of adverbial comp ἀνδρεῖος of masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρειότατα — ἀνδρεῖος of adverbial superl ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρειότατον — ἀνδρεῖος of masc acc superl sg ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρεῖον — ἀνδρεῖος of masc acc sg ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”